- σφάξω
- σφάζωslayaor subj act 1st sgσφάζωslayfut ind act 1st sgσφάζωslayaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυερύω — αὐερύω (Α) 1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω 2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω 3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < *αF Fερύω < *αν Fερύω (με αφομοίωση του F ) < *ανα Fερύω … Dictionary of Greek
τραχηλίζω — ΝΑ [τράχηλος] κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξω μσν. αρχ. (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ) αρχ. 1 … Dictionary of Greek